- κατάγγελος
- κατάγγελος, ὁ (Α)1. ο καταγγελεύς*2. το φυτό μυρσίνη η αγρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάγγελος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγγέλων — κατάγγελος masc gen pl καταγελάω laugh imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καταγελάω laugh imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)